- ἐνίλλω
- ἐν-ίλλω, u. ἐν-ιλλωπέω, u. ἐνιλλώπτω, anblinzeln, verspotten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ενίλλω — ἐνίλλω (Α) [ίλλω] 1. βλέπω κάποιον με λοξό, περιφρονητικό βλέμμα 2. εμπαίζω, περιπαίζω, κοροϊδεύω … Dictionary of Greek
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek